κορακόφωνος

κορακόφωνος
-η, -ο (Α κορακόφωνος, -η, -ον)
αυτός που έχει φωνή κόρακα
αρχ.
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό-φωνος, υψί-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”